- κούνι
- τοβλ. κούνα (ΙΙΙ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
καμπούκι — Είδος λαϊκού ιαπωνικού θεάτρου, το οποίο εμφανίστηκε στις αρχές του 17ου αι. Βασιζόταν κυρίως στον χορό και στην παντομίμα, τα οποία εναλλάσσονταν με κωμικά ιντερμέδια. Σύμφωνα με την παράδοση, οι πρώτες παραστάσεις κ. ανέβηκαν στη σκηνή από τη… … Dictionary of Greek
κούνα — (I) κούνα, ἡ (Μ) βλ. κούνια. (II) κούνα, ἡ (Μ) 1. σφήνα 2. φρ. (στο Βυζάντιο) «ή κατά κούναν τάξις» η προέλαση πεζών ή ιππέων κατά μικρά διαστήματα για ανίχνευση τού εδάφους ή για ενέδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuneus «σφήνα»]. (III) η, και κούνι, το … Dictionary of Greek